γλάνις
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ (ἡ Paus.4.34.2), or γλᾰνίς (Hsch., also expld. as,
A = ἀργός), gen. ιδος Ephipp.12.1, Mnesim.4.32; γλάνιος (v.l. γλάνεως) Arist.HA568b22, al.: acc. γλάνιν AB88: pl. γλάνεις, οἱ, Arist.HA 602b24; γλάνιδες Archipp.26; γλάνιες Matro Conv.80:—sheat-fish, Silurus, esp. Parasilurus Aristotelis, Arist.HA568a25, etc.:—also γλάνιος, ὁ, Hdn.Gr.1.94, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
γλάνις: -ιδος, ἢ ιος, ὁ καὶ ἡ, πληθ. γλάνεις, αἱ, Ἀριστ.· ‒ ἰχθὺς ὅμοιος τῷ σιλούρῳ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1004, 1097, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 20, 1.