εὔθηκτος
English (LSJ)
ον,
A well-sharpened, keen, Lyc. 1105, Nonn.D.17.121.
German (Pape)
[Seite 1068] wohl geschärft, Lycophr. 1105.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθηκτος: -ον, καλῶς ἠκονημένος, ὀξύς, Λυκόφρ. 1105, Νόνν. Δ. 17. 121.
ον,
A well-sharpened, keen, Lyc. 1105, Nonn.D.17.121.
[Seite 1068] wohl geschärft, Lycophr. 1105.
εὔθηκτος: -ον, καλῶς ἠκονημένος, ὀξύς, Λυκόφρ. 1105, Νόνν. Δ. 17. 121.