ἀνήθινος

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

η, ον,

   A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63; οἶνος Dsc.5.65; μύρον Id.1.51, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.

German (Pape)

[Seite 228] von Dill, ἄνηθον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, στέφανος (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), ἀνήτινος ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.