ἀεικίζω

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

(Att. αἰκίζω, q.v.), fut.

   A -ιῶ Il. (v.infr.), later Ep. also ἀεικίσσω Q.S.10.401: Ep. aor. ἀείκισσα Il.16.545:— Med., Ep.aor. ἀεικισσάμην ib.559, 22.404:—Pass., Ep. aor. inf. ἀεικισθήμεναι Od.18.222 :—treat unseemly, injure, Hom. Il. cc.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I will do thee no great dishonour, Il.22.256, cf. 24.22 and 54, etc.:—Med. in act. sense, Il.ll.cc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικίζω: μέλλ. -ιῶ, Ἰλ. (ἴδε κατωτέρ.), Ἐπ. καὶ ἀεικίσσω, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 401. Ἐπ. ἀόρ. ἀείκισσα, Ἰλ. ΙΙ. 545: - μέσ. Ἐπ. ἀόρ. ἀεικισσάμην, αὐτόθι 559, Χ., 404: - Παθ. Ἐπ. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀεικισθήμεναι, Ὀδ. Σ. 222. Μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, βλάπτω, ἀδικῶ, Ὅμ. οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δὲν θά σοι προξενήσω μεγάλην ἀτιμίαν, Ἰλ. Χ. 256· πρβλ. Ω. 22 καὶ 54, κτλ: - Μέσ. μετὰ ἐνεργ. σημασ. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκίζω.