αἰκίζω

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰκίζω Medium diacritics: αἰκίζω Low diacritics: αικίζω Capitals: ΑΙΚΙΖΩ
Transliteration A: aikízō Transliteration B: aikizō Transliteration C: aikizo Beta Code: ai)ki/zw

English (LSJ)

aor.
A ᾔκισα Herod.2.46: pf. αἴκικα· ὕβρικα, Hsch.:—maltreat, τινά S.Aj. 403, Tr.839; σῶμα Tim.Pers.189; of a storm, mar, spoil, πᾶσαναἰκίζων φόβην ὕλης S.Ant.419:—Pass., αἰκίζομαι to be tortured, rarely in pres. in A.Pr. 169, Pl.Ax.372a: pf. ᾔκισμαι D.S.18.47, Polyaen.8.6: more freq. in aor. 1, πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντα S.Ant.206; ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys.6.27; τὰ σφέτερα αὐτῶν σώματα αἰκισθέντες And.1.138, cf. Isoc. 4.154; εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arist.Pol.1311b24.
II more freq. in Med. αἰκίζομαι, A.Pr.197, Isoc.4.123: impf. ᾐκιζόμην S.Aj. 300: fut. αἰκίσομαι AP12.80 (Mel.), Att. -ιοῦμαι (κατ-) E.Andr.829: aor. ᾐκισάμην S.Aj.111, OT1153, Isoc.5.103, X.An.3.4.5: pf. ᾔκισμαι E.Med.1130, plpf. ᾔκιστο Plu.Caes.29:—in same sense as Act., Il. cc.; damage, τὰ χωρία D.43.72: c. dupl. acc. pers. et rei, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα X.An.3.1.18; αἰκίσασθαί τινας πᾶσαν αἰκίαν Plb. 24.9.13.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀεικίζω
1 maltratar, ultrajar c. ac. de cuerpos inertes νεκρόν Il.16.545, c. ac. de pers. τὸν δύστηνον S.Ai.111, cf. 402, Tr.839, μὴ ... τὸν γέροντά μ' αἰκίσῃ S.OT 1153, en v. pas. hοῖσι Πυραιβōν παῖδες ἐμɛ̄τίσαντ' αἰκισθέντα φόνον = para quienes los hijos de los Pirebos tramaron una muerte ignominiosa, SEG 41.540 (Ambracia VI a.C.) (pero cf. ap. crít.), δέμας ... αἰκισθέν τ' ἰδεῖν S.Ant.206
en v. med. mismo sent. μιν (Σαρπηδόνα) ἀεικισσαίμεθ' ἑλόντες Il.16.559, τοὺς δὲ ἀποθανόντας ... ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται A.Pr.195, cf. Pr.169, τοὺς δὲ δεσμίους ᾐκίζεθ' S.Ai.300, τυράννων ἑστίαν ᾐκισμένη tú que has ultrajado el hogar real E.Med.1130, cf. Tim.15.176, D.S.18.47, AP 12.80 (Mel.)
c. ac. de la tierra devastar, arrasar γαῖαν Il.24.54, γῆν Archil.203.27, φόβην ὕλης S.Ant.419, τὰ χωρία D.43.72.
2 sólo c. ac. de pers. atormentar, castigar, torturar frec. c. instrum. πληγαῖς ἡμᾶς πλίσταις ᾔκισαν PFay.108.14 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.63.24 (III d.C.), en v. pas. ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys.6.27, c. ac. de rel. πᾶσαν αἰκίαν αἰκιζόμενοι Pl.Ax.372a, Plb.24.9.13, τὰ σώματα αἰκισθέντες ἀπέθανον And.Myst.140, διὰ τὸ εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arist.Pol.1311b24
en v. med. mismo sent. οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὑτως αἰκίζεται τοὺς οἰκέτας Isoc.4.123, ἕνα τῶν ἐκεῖ βουλευτῶν ... ᾐκίσατο ῥάβδοις Plu.Caes.29, πληγαῖς με ᾔκίσατο PAmh.77.19 (II d.C.), cf. Polyaen.8.6, D.C.11.6, IG 22.1369.43 (II d.C.), SB 7464.11 (III d.C.).

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
maltraiter : τινά qqn ; αἰκ. φόβην ὕλης SOPH dévaster le feuillage d'une forêt;
Moy. αἰκίζομαι plus us., m. sign. : τινα αἰκίζεσθαι τὰ ἔσχατα XÉN faire subir à qqn les derniers outrages.
Étymologie: contr. att. de ἀεικίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰκίζω αἰκία aor. pass. ᾐκίσθην; perf. pass. ᾔκισμαι; fut. med. αἰκιοῦμαι; act. en med. met dezelfde betekenis, mishandelen, martelen, verminken:; μ (ε)... ὀλέθριον αἰκίζει (de godin) martelt mij dood Soph. Ai. 403; pass.:; πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν door honden aangevreten en verminkt Soph. Ant. 206; pass. overdr. van stormwind:; πᾶσαν αἰκίζων φόβην die al het gebladerte geselt Soph. Ant. 419; med.:; ᾐκίσαντο τὰ χωρία zij hebben het landgoed vernield Dem. 43.72; met acc. v. h. inw. obj..: ἡμᾶς τὰ ἔσχατα αἰκισάμενος door ons aan de meest extreme martelingen te onderwerpen Xen. An. 3.1.18.

German (Pape)

(αἰκής, vgl. ἀεικίζω), mißhandeln, bes. mit Schlägen; act. nur Soph. Tr. 838, Aj. 396, Ant. 415; sonst med., Aesch. Pr. 195; öfter τινά, Soph. Aj. 65, O.R. 11.53; αἰκίσεται Mel. 55 (XII.80); Isocr. 4.123; Isae. 9.17 und sonst in Prosa. Pass. αἰκισθῆναι Soph. Ant. 206; Xen. An. 2.6.29 und Redner.

Russian (Dvoretsky)

αἰκίζω: преимущ. med. дурно обращаться, притеснять (τινά Aesch., Xen., Isocr.): ἀφικόμενος ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys. когда он приехал, он был посажен в тюрьму и подвергнут истязаниям; εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arst. подвергнуться избиению; αἰ. πᾶσαν φόβην ὕλης Soph. (о буре) срывать всю листву с леса; ἑστία ᾐκισμένη Eur. разрушенный домашний очаг; αἰκίσασθαί τινα τὰ ἔσχατα Xen. подвергнуть кого-л. самым страшным насилиям.

Greek (Liddell-Scott)

αἰκίζω: ἐνεργ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, μεταχειρίζομαι βλαβερῶς, βασανίζω, κακῶ, τινά, Σοφ. Αἴ. 403., Τρ. 839· ἐπὶ θύελλης, πᾶσαν αἰκίζων φόβην ὕλης, ὁ αὐτ. Ἀντ. 419: - Παθ. ὑφίσταμαι αἰκίας, ἐνεστ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 168· πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντ’, Σοφ. Ἀντ. 206· εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς, Ἀριστ. Πολ. 5.10, 19. ΙΙ. κοινότερον ὡς ἀποθ. αἰκίζομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 195. Ἰσοκρ.: μέλλ. αἰκίσομαι, Ἀνθ.: - Ἀττ. -ιοῦμαι, (κατ-), Εὐρ. Ἀνδρ. 829: - ἀόρ. ᾐκισάμην, Σοφ. Αἴ. 111, Ο. Τ. 1153. Ξεν., ἀόρ. παθ. μετὰ παθ. σημας. ᾐκίσθην, Ἀνδοκ. 18.11, Λυσ. 105. 32, Ἰσοκρ. 73Α., Ξεν., καὶ πρκμ. ᾔκισμαι, Εὐρ. Μήδ. 1130, ὑπερσυντ. ᾔκιστο, Πλουτ. Καῖσ. 29: - ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὡς τὸ ἐνεργ. μετ’ αἰτιατ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἔτι δὲ καὶ τὰ χωρία αἰκ., Δημ. 1075.11· μετὰ διπλ. αἰτιατ. προσώπ. καὶ πράγματος, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα, Ξεν. Ἀν. 3.1, 18· πρβλ. Ἐπ. ἀεικίζω.

Greek Monotonic

αἰκίζω: Αττ. αντί Επικ. ἀεικίζω·
I. Ενεργ., μόνο σε ενεστ., βλάπτω, κακοποιώ, πλήττω, μαστίζω, καταβασανίζω, τυραννώ· τινά, σε Σοφ.· λέγεται για θύελλα, αἰκίζων φόβην ὕλης, στον ίδ. — Παθ., βασανίζομαι, σε Αισχύλ.
II. Αποθ., αἰκίζομαι· μέλ. αἰκίσομαι, Αττ. -ιοῦμαι, Μέσ. αόρ. αʹ ᾐκισάμην, Παθ. αόρ. ᾐκίσθην, παρακ. ᾔκισμαι· με την ίδια σημασία όπως το Ενεργ., με αιτ., σε Σοφ. κ.λπ.· με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ.· αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα, σε Ξεν.

Middle Liddell

Attic for epic αεἰκίζω]
I. Act. only in pres., to treat injuriously, to plague, torment, τινά Soph.; of a storm, αἰκίζων φόβην ὕλης Soph.:—Pass. to be tormented, Aesch.
II. Dep. in same sense as Act., c. acc., Soph., etc.; c. dupl. acc. pers. et rei, αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα Xen.

Mantoulidis Etymological

καί πιό κοινό σάν ἀποθ. αἰκίζομαι (=βλάπτω, κακομεταχειρίζομαι). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίθ. αἰκής (α στερητ.+ θ. ϝεικ τοῦ ἔοικα) (=ἄπρεπος, ἀνάρμοστος), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: αἰκία, αἴκισμα (=κάκωση), αἰκισμός, αἰκιστικός, αἰκίστρια.