ἀγκιστρεύω
English (LSJ)
A angle for, entice, τινά Aristaenet.1.5:—Med., Ph.1.344: metaph., ψυχάς 2.265; ἀπόλαυσιν 1.304.
German (Pape)
[Seite 14] mit der Angel fischen, auch übertr. anködern, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστρεύω: μέλλ. -εύσω, (ἄγκιστρον) ἁλιεύω δι’ ἀγκίστρου, δελεάζω, Ἀρισταίν. 1. 5: ― όπως οὕτω καὶ μέσ., Φίλων 2. 265, 316, κτλ.