ἀγκιστρεύω

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A angle for, entice, τινά Aristaenet.1.5:—Med., Ph.1.344: metaph., ψυχάς 2.265; ἀπόλαυσιν 1.304.

German (Pape)

[Seite 14] mit der Angel fischen, auch übertr. anködern, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστρεύω: μέλλ. -εύσω, (ἄγκιστρον) ἁλιεύω δι’ ἀγκίστρου, δελεάζω, Ἀρισταίν. 1. 5: ― όπως οὕτω καὶ μέσ., Φίλων 2. 265, 316, κτλ.