κεφαλόδεσμος

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A head-band, Sch.A.Supp.121:—Dim. κεφᾰλο-δέσμιον, τό, Sch.Il.14.184.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, Kopfbinde, Kopfband, Schol. Aesch. Suppl. 115.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλόδεσμος: ὁ, ταινία τῆς κεφαλῆς· μετὰ ὑποκορ. κεφαλο-δέσμιον, τό, Ἀθαν. π. Παρθεν. σ. 1050, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 295Α, Ἐρωτιαν. 228, κλπ.