δέσμιον
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
τό, = δεσμός, AP9.479 (pl.).
Spanish (DGE)
-ου, τό atadura ἀμείλιχα δέσμια πέτρης AP 9.479.
German (Pape)
[Seite 550] τό, Band, Fessel, plur. Anth. IX, 4791 Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
δέσμιον: τό, = δεσμός, Ἀνθ. Π. 9. 479, κατὰ πληθ.
Greek Monolingual
δέσμιον, το (AM) δεσμός
πληθ. τα δέσμια
τα δεσμά.
Greek Monotonic
δέσμιον: τό, = δεσμός, σε Ανθ.
Middle Liddell
= δεσμός, Anth.]