ατος, τό, (βάζω)
A speech, A.Pers.637 (lyr.,pl.).
[Seite 423] τό, Rede, im plur., Aesch. Pers. 628.
βάγμα: -ατος, τό, (βάζω) ὁμιλία, λόγος, δύσθροα βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 636.