δυσκατάλλακτος
English (LSJ)
ον,
A hard to reconcile, Plu.2.13d, Ath. 14.625b.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszusöhnen od. zu begütigen, Ath. XIV, 625 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάλλακτος: -ον, δυσδιάλλακτος, δυσκόλως συνδιαλλαττόμενος, Πλούτ. 2. 13D, Ἀθήν. 625Β.