δυσδιάλλακτος
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
δυσδιάλλακτον, hard to reconcile, Suid. Adv. δυσδιαλλάκτως Ammon. 63.
Spanish (DGE)
-ον
1 implacable, irreconciliable de pers. αὐτοὶ φυλάττουσιν τὴν ὀργὴν ... καὶ δυσδιάλλακτοί εἰσι Asp.in EN 120.17, cf. Eust.1434.47, c. dat. δ. τῷ λελυπηκότι Basil.Ep.204.1
•de abstr. δ. μάχη guerra sin cuartel Leont.H.Monoph.M.86.1849B.
2 adv. -ως de manera irreconciliable δ. ἔχων Ammon.Diff.208.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu versöhnen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάλλακτος: -ον, δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Σουΐδ. -Ἐπίρρ. -τως, Ἀμμών.