ὠκύπλοος
English (LSJ)
ον,
A quick-sailing, Hsch. s.v. ὁ ὠκύκλοος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπλοος: -ον, «ὁ ταχὺ πλέων» Ἡσύχ.· «ὠκυπλόων, ταχυπόρων» Σουΐδ.
ον,
A quick-sailing, Hsch. s.v. ὁ ὠκύκλοος, Suid.
ὠκύπλοος: -ον, «ὁ ταχὺ πλέων» Ἡσύχ.· «ὠκυπλόων, ταχυπόρων» Σουΐδ.