κῆμος
English (LSJ)
ἡ,
A = λεοντοπόδιον, Dsc.4.133, Orph.A.920.
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, eine magische Pflanze, Orph. Arg. 923; nach Diosc. = λεοντοπόδιον.
Greek (Liddell-Scott)
κῆμος: ἡ, φυτόν τι καλούμενον καὶ λεοντοπόδιον, Διοσκ. 4. 131, Ὀρφ. Ἀργ. 923.