νομιστέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be enacted (νομίζω 1.2), Pl.R.608b. II νομιστέον, one must account, deem, Id.Sph.230d, Men.550, LXXEp.Je. 40, Porph.Abst.1.12, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ νομίζω, ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ.