έως, ὁ,
A = κεστρεύς, Call.Com.3, Phot., Hsch.
[Seite 49] ὁ, ein Meerfisch, mugil, Ath. VII, 286 b; B. A. 474 u. a. VLL.
λῐνεύς: έως, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, εἶδος κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ.