τριχοφυής
English (LSJ)
ές,
A growing or getting hair, Dsc.2.76.18: τριχοφυές, = τριχομανές, Apul. Herb.47 (interpol.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχοφυής: -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς εἶναι ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = τριχομανές, Appul. Barbar. Herb. 47.