ζύγωμα

Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bolt, bar, Plb.7.16.5.    b cross-rod, Apollod.Poliorc.177.8.    II = ζυγόν 111.1, Sch.Th.1.29.    III arcus zygomaticus, which connects the cranial with the facial bones, Gal.2.437, 746, Poll.2.85; cf. ζυγοειδής.    IV = ζυγόν 11, Ptol.Alm.7.5.    V canal-lock, PFlor.273.20 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1141] τό, dasselbe, Pol. 7, 16, 5. – Bei Schol. Thuc. 1, 29 τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ τοίχου τῆς νεὼς πρὸς τὸν ἕτερον τοῖχον διατείνοντα. – Bei den Aerzten = Schlüsselbein, Galen.; Poll. 2, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγωμα: τό, μοχλὸς συνέχων καὶ κλείων τὴν θύραν, Πολύβ. 7. 16, 5. ΙΙ. = ζυγὸν ΙΙΙ. 1, Σχόλ. Θουκ. 1. 29. ΙΙΙ. τὸ ζυγωματικὸν ὀστοῦν, ὅπερ συνδέει τὸ κρανίον μετὰ τῆς ἄνω σιαγόνος, arcus zygomaticus ἢ os jugale, Πολυδ. Β΄, 85· πρβλ. ζυγοειδής. IV. = ζυγὸν ΙΙ. Πτολεμ.