ἐνθεάζω
English (LSJ)
A to be inspired, Hdt.1.63, Luc.DDeor.18.1:—Med., Id.Alex.13, Plu.2.623c, etc.
German (Pape)
[Seite 841] mit göttlicher Begeisterung erfüllen, od. intrans., eines Gottes voll, begeistert sein; Her. 1, 63; Apolld. 2, 8, 3; Luc. Alex. 13 οἱ τῇ μητρὶ ἀγείροντες καὶ ἐνθεάζοντες, von den Priestern der Kybele; μεθύων καὶ ἐνθ. D. D. 18, 1; – pass., οἱ ἐνθεαζόμενοι Plut. Symp. 1, 5, 2. Vgl. ἐνθουσιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθεάζω: καθίσταμαι ἔνθεος, θεοφοροῦμαι, Ἡρόδ. 1. 63, Λουκ. Ἀλέξ. 13: ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. 2. 623C, κτλ.: πρβλ. ἐνθουσιάζω.