οἰκονόμος (cf. δίοπος A), Hsch.
[Seite 639] οπος, = δίοπος, Hesych.
δίοψ: -οπος, ὁ, ἡ, = δίοπος, ον, ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ.