δίοπος
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
(A) [ῑ], ὁ, (διέπω)
A ruler, commander, A.Pers.44 (anap.), E. Rh.741 (anap.); θεὸς δ. πάντων Ph.2.369, cf. 1.145.
II captain of a ship, Hp.Epid.7.36, 5.74,EM18.28.
(B) [ῐ], ον, (ὀπή)
A with two holes, φῶτες IG4.1488.46 (Epid.); αὐλοί Ath.4.176f.
Spanish (DGE)
-ον
de dos aberturas, αὐλός Ath.176f
•de una ventana doble o de dos luces δίοπα φώτα IG 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.). < δίοπος διοπτάω > δίοπος, -ου, ὁ
1 jefe, gobernante gener. sin la autoridad máxima, de unos sátrapas βασιλῆς δίοποι A.Pers.44, cf. Fr.232
•comandante δίοποι στρατιᾶς E.Rh.741
•administrador ἐπιστάται δὲ καὶ δίοποι βασιλικοὶ καὶ ἀγελάρχαι Plu.Rom.6
•de la divinidad ὁ δ. καὶ κυβερνήτης τοῦ παντὸς λόγος θεῖος Ph.1.145, cf. 2.369.
2 cierto inspector de un barco c. responsabilidades no determinadas τῷ ἐκ τοῦ μεγάλου πλοίου διόπῳ Hp.Epid.5.74, 7.36, οἱ τῆς νεὼς φύλακες EM α 266, δ.· ναύαρχος· ἐπιστάτης Hsch.
•interpr. como διόπτης y en rel. c. la r. de ὄψομαι Hsch., cf. Poll.7.139, Ael.Dion.δ 26, Phot.δ 645.
• Etimología: Comp. de διά y de *sopo- que da lugar a mic. o-pa y a ἕπω q.u.
German (Pape)
[Seite 634] (διέπω), ὁ, Gebieter, Befehlshaber; βασιλῆς Aesch. Pers. 44; στρατιᾶς Eur. Rhes. 741; in sp. Prosa, καὶ ἐπιστάτης Plut. Rom. 6. Bei Hippocr. = Schiffsaufseher, Supercargo, vgl. Harpocr. u. διοπτεύω. zweilöcherig; αὐλοί Ath. IV, 176 f; vgl. Poll. 4, 77.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
surveillant ; chef ; particul. contremaître d'un navire.
Étymologie: διέπω.
2ος, ον :
percé de deux trous (flûte).
Étymologie: δίς, ὁπή.
Russian (Dvoretsky)
δίοπος: ὁ осуществляющий надзор, т. е. предводитель, начальник (δίοποι βασιλῆς Aesch. и βασιλικοί Plut.; δίοποι στρατιᾶς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δίοπος: ὁ, (διέπω) κυβερνήτης, διοικητής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 44, Εὐρ. Ρήσ. 741. ΙΙ. ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν φόρτωσιν πλοίου καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τοῦ φορτίου, ἐπιστάτης κατὰ τὴν φόρτωσιν, φορτωτής, Ἐτυμ. Μ. 278, κτλ.· πρβλ. διοπεύω.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM δίοπος) διέπω
νεοελλ.
ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος του πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος του δεκανέα του στρατού ξηράς
αρχ.-μσν.
1. κυβερνήτης
2. κυβερνήτης πλοίου
3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο.
(II)
δίοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + οπή].
Greek Monotonic
δίοπος: ὁ (διέπω), κυβερνήτης, διοικητής, σε Αισχύλ., Ευρ.
Frisk Etymological English
Etymology: From διέπω, s. ἕπω
See also: From διέπω, s. ἕπω
Middle Liddell
δίοπος, ὁ, n διέπω
a ruler, commander, Aesch., Eur.
Frisk Etymology German
δίοπος: {díopos}
Grammar: m.
Meaning: Aufseher, Gebieter, Befehlshaber (Hp., A., E. u. a.);
Derivative: davon διοπεύω Befehlshaber sein, ein Schiff führen (Test. ap. D.).
Etymology: Von διέπω, s. ἕπω.
Page 1,396
Mantoulidis Etymological
(=κυβερνήτης, φορτωτής). Ἀπό τό διέπω (διά + ἕπω), ἀπό ὅπου καί τό ὅπλον.