ή, όν,
A rustic, Cephalio 6, Ath.11.477a, Sch. Nic.Th.78; ἀνδράποδα Just.Nov.7.6. Adv. -κῶς Alciphr.3.70.
ἀγροικικός: -ή, -όν, ἀγροτικός, χωρικός, ἄξεστος, Ἀθήν. 477 Α. -Ἐπίρρ. -κῶς, Φιλόστρ. 198, κτλ.