ὑποφθορεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A corrupter, seducer, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθορεύς: έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, ὕπουλος διαφθορεύς, Γλωσσ.
έως, ὁ,
A corrupter, seducer, Gloss.
ὑποφθορεύς: έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, ὕπουλος διαφθορεύς, Γλωσσ.