ἀκρόαμα

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything heard, esp. with pleasure, piece read, recited, played or sung, X.Smp.2.2, Hier.1.14; ἀ. καὶ ὁράματα Arist.EN1173b18; ἀ. καὶ πότοι Plb.31.25.4.    II pl. for concrete, lecturers, singers, or players, esp. during meals, Phylarch.62, BCH30.272 (Delph.), Plb.4.20.10, 16.21.12; soin Lat., acroama Cic.Sest.54.116, etc.

German (Pape)

[Seite 82] τό, 1) das Gehörte, Aesch. 3, 241; bes. das, was man gern hört, Ohrenschmaus, Xen. Hier. 1, 14; Men. 2, 1, 31; θεάματα καὶ ἀκρ. Conv. 2, 2. – 2) Leute, die sich hören lassen, wie αὐλῃτρίδεσκαὶ ψάλτριαι, Athen. XII, 526 c; von Sängern, Pol. 16, 21, 12, von Schauspielern, Vorlesern n. dgl., Plut. Galb. 16; Ath. IX, 148 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόᾱμα: -ατος, τό, (ἀκροάομαι) Λατ. acroama, ὅμοιον τῷ ἄκουσμα, πᾶν τὸ ἀκουόμενον, ἰδίως μετὰ τέρψεως, πᾶν τὸ ἀναγινωσκόμενον, ἀπαγγελόμενον, κρουόμενον ἢ ἀδόμενον, ὡς π.χ. δρᾶμα, μέλος, κτλ., Ξεν. Συμπ. 2, 2, Ἱέρ. 1, 14, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, καὶ συχνὸν ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς. ΙΙ. κατὰ πληθυντ., ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, οἱ ἀπαγγέλλοντες, οἱ διδάσκοντες, οἱ ἀοιδοί, οἱ ἠθοποιοί, μάλιστα ἐν τοῖς δείπνοις, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ ἀλλ.