εως, ἡ,
A hanging down, Aët.3.7.
ἀποκρέμᾰσις: ἡ, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἀέτ. 3. 48: -ὡσαύτως ἀποκρέμασμα, ατος, τό, Εὐστ. 1334. 2.