ἔνθεσμος
English (LSJ)
ον,
A lawful, λιτανεία LXX 3 Ma.2.21, cf. Plu.Nic.6; βασιλεύς Peripl.M.Rubr.23; authorized, τράπεζα BGU1127.30 (i B. C.); valid, συγχωρήσεις POxy.271.21 (i A. D.). Adv. -μως, βασιλεύειν Gal.14.216.
German (Pape)
[Seite 842] = ἔννομος, gesetzmäßig, rechtmäßig, Plut. Nic. 6; βλάβη B. A. 251. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθεσμος: -ον, νόμιμος, ὡς τὸ ἔννομος, Πλουτ. Νικ. 6. - Ἐπίρρ. ἐνθέσμως, Θεοδώρητ. 5. 9.