συνετίζω

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A cause to understand, LXX Ps.118(119).27,34, Ne.8.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνετίζω: ποιῶ τινα συνετόν, κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄ 27, 34, κτλ.), Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 103, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 196.