[βᾰ], ἡ,
A acorn, Str.15.3.18: sg. in collect. sense, Id.3.3.7.
[Seite 669] ἡ, die Eichel, Strab. III p. 155.
δρυοβάλανος: ἡ, βάλανος δρυός, «βαλανίδι», Στράβων 734.