ἐπίθεμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἐπίθημα, cover, Arist.HA529b8 (v.l.-θημα), LXXEx.25.16(17), J.AJ3.6.5, IG3.14.18, Ruf. ap. Orib.4.2.6, Gal.12.889. 2. capital of a column, LXX 3 Ki.7.4 sq. 3. remedy for external application, Ruf.Ren.Ves.10, Dsc.Ther.19. 4. addition, POxy.500.14 (ii A.D.); higher bid, PAmh.2.85.21 (i A.D.). 5. shaft of an arrow, Paul.Aeg.6.88.
German (Pape)
[Seite 942] τό, das Daraufgestellte, -gelegte, der Deckel; bei den Medic. ein Umschlag; vgl. ἐπίθημα u. Lob. Phryn. 249.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθεμα: τό, μεταγεν. τύπος τοῦ ἐπίθημα (ὅπερ πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν Ἱππ. 469. 47), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 24 (διάφ. γραφ. -θημα), Διόδ. 3. 14, Παυσ. 1. 2, 3· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 249. 1) κάλυμμα, σκέπασμα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) κιονόκρανον, Ἑβδ. (Γ΄Βασιλ. Ζ΄, 16 κἑξ.). 3) ἔμπλαστρον, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2, εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή.