ἔνδεσμος

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A bundle, bag, Dsc.3.83, LXX 3 Ki.6.10, al., Luc.Lex.10; ἔ. ἀργυρίου purse, LXX Pr.7.20.    II Archit., bonding, τείχους SIG2587.308 (pl., written ἐνδέσζμων) ; ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου Procop.Pers.2.26.

German (Pape)

[Seite 832] ὁ, Einband, Band, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδεσμος: ὁ, τεμάχιον πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει εἶδος σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς ὀθόνιον καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον ἀγγεῖον, ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) βαλλάντιον, ἔνδεσμος ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20).