ἐπιτατικός

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (ἐπιτείνω)

   A intensive, τὸ δα- ἐ. Sch.Theoc.2.14 ; of μᾶλλον, A.D.Conj.223.4. Adv. -κῶς Sch.S.OC632 : Comp. -ώτερον Vett.Val.117.36.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, anspannend, vermehrend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰτικός: -ή, -όν, (ἐπιτείνω) ὁ σημαίνων ἐπίτασιν, ἀντίθετον τῷ ἀνεκτικός, «ἢ τὸ δα ἐπιτατικὸν» (ἐν τῇ λ. δασπλῆτι) Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 632, κτλ.