ἐπιτείνω
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
Ion. iterat.
A ἐπιτείνεσκον Hdt.1.186: pf. -τέτακα PTeb. 19.6 (ii B.C.):—stretch upon or stretch over, ξύλα ἐπὶ τὴν γέφυραν Hdt. l.c.; ὑπὲρ [τάφρης] Id.4.201:—Hom. only in Pass., ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι Od.11.19; ἐπὶ πτόλεμος τέτατό σφιν Il.17.736.
2 stretch as on a frame, tighten, screw up, especially of musical strings, ἐ. τὰς χορδάς Pl.Ly.209b; ὥσπερ λύραν ἐ. ἕως ἂν ἁρμόσῃ Macho 2.9:—Pass., χορδαὶ -όμεναι Arist.Pr.920b3, cf. GA787b13, Pl.Phd. 98c.
b of sounds, raise them to a higher pitch, ἐ. τὸν φθόγγον καὶ ὀξὺ φθέγγεσθαι Arist.Phgn.807a15, cf. 806b27 (Pass.); of pitch accent, Phld.Po. 2.18 (Pass.).
c metaph., increase in intensity, augment, heighten, ἡδονάς Pl.Lg.645d; τὰ τιμήματα ἐ. ἢ ἀνιέναι Arist.Pol.1308b4; τὰ [τῆς ψυχῆς] γυμνάσια Pl.R. 498b; ἐ. [τὴν πολιτείαν] Arist.Pol.1309b33, cf. 1301b17 (Pass.), Rh.1360a25 (Pass.); ἐ. τὴν κρᾶσιν make it stronger, Plu.2.677f; heighten by contrast, τὰ φωτεινὰ καὶ λαμπρὰ τοῖς σκιεροῖς καὶ σκοτεινοῖς ἐ., of painters, ib.57c; τῇ γλυκύτητι τοῦ νουθετοῦντος ἐ. τὸ πικρὸν..τῆς νουθεσίας ib.67b: abs., exert oneself greatly, D.56.13, Arist.EN1138b23; strain matters to an extreme, Id.Pol.1293a26:—Pass., εἰ ἐπιτείνοιντο δυσκατάποτοι if their difficulty in swallowing increases, Archig. ap. Gal.12.976; so in pf. part. Pass., intensified, ταραχή Epicur.Ep.1p.30U.; ἐπιτίμησις Phld.Ir.p.72 W.: impers., ἐπιτείνεται increase arises, Arist.Cael.289a3.
d intr., increase, of fevers, Hp.Coac.114; ἐπέτεινε ὁ λιμός Plu.Cam.28; of motion, Arist.Ph.238a5.
e intr., rise, of price, PTeb.8.17 (iii B.C.).
3 urge on, incite, τινὰ ποιεῖν τι X.Eq.Mag.1.13; τινὰ ἵνα.. PFay.112.5 (i A.D.); ἐ. ἑαυτόν exert himself, Plu.Alex.40.
4 expedite, τὰ πράγματα PTeb.19.6 (ii B.C.).
II Pass., suffer more intensely, τῷ πυρετῷ Hp.Epid.5.50; simply, to be tormented, racked, ὑπὸ νόσων Pl.Phd. 86c: then generally, to be tortured, ζηλοτυπῶν Luc. DMeretr.9.4.
2 to be on the stretch, be screwed up to the uttermost, αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο prices were 'screwed up', D.56.24, cf. Men.Eph. ap.J.AJ9.14.2; πολλαπλασίως ταῖς εὐνοίαις ἐπιταθέντες Plb.18.16.3.
3 ἐ. τινί to be passionately devoted to, Parth.23.1; also of things, ἐ. [βιβλίοις] Luc.Ind.27; εἴς τι D.S.1.37.
4 hold out, last, endure, ἐπιταθῆναι πλείω χρόνον, of men, X.Lac.2.5, cf. Thphr. HP7.10.3.
German (Pape)
[Seite 989] (s. τείνω), 1) darauf, darüber spannen, bei Hom. in tmesi, ἐπὶ νὺξ ὀλοἡ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 11, 19, vgl. Il. 17, 736; ἐπιτείνεσκε ἐπὶ τἡν γέφυραν ξύλα, legte darüber, Her. 1, 186; ὑπὲρ τάφρου 4, 201. Gew. – 2) anspannen, eine Saite, Gegensatz ἀνιέναι, Plat. Lys. 209 b; τὰ τόξα καὶ τὰς λύρας ἀνίεμεν ἵνα ἐπιτεῖναι δυνηθῶμεν Plut. educ. lib. 13; τὴν φωνήν, = ὀξὺ φθέγγεσθαι, Arist. Physiogn. 2. – Übertr., anstrengen, ἑαυτόν, wie das pass., Plut. Alex. 40; steigern, τὰς ἡδονὰς ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει Plat. Legg. I, 645 d, öfter; μᾶλλον ἐπιταθὲν τοῦ δέοντος Rep. III, 410 d; ἐπιτείνει καὶ ἀνίησι Arist. Eth. 6, 1; τὰ τιμήματα pol. 5, 8; ἐπιταθέντας ταῖς εὐνοίαις, vom erhöhten Wohlwollen, Pol. 17, 16, 3; absolut, ἔτι μᾶλλον ἐπέτεινεν, wie wir sagen: er spannte die Saiten noch höher, Dem. 56, 13; ἐπέτεινεν ὁ λιμός, die Hungersnoth stieg, Plut. Cam. 28; ἡ ὀργή Pol. 15, 27, 1; vom Fieber, Hippocr. – Pass. sich anstrengen, εἰς ἀνδραγαθίαν Xen. Cyr. 7, 5, 82, wie Arist. pol. 4, 6 auch das act. braucht; – ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σίτου πλείω χρόνον ἐπιταθῆναι, längere Zeit damit auskommen, reichen, Xen. Lac. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιτενῶ;
I. étendre sur : ξύλα ἐπὶ γέφυραν ἐπ. HDT placer des traverses de bois pour la construction d'un pont ; ἐπ. ὑπὲρ τάφρου HDT étendre sur un fossé;
II. tendre :
1 au propre ἐπ. τόξον, λύραν tendre un arc, les cordes d'une lyre;
2 fig. tendre ; Pass. être en état de tension ; être fortement atteint : ὑπὸ νόσων PLAT par les maladies ; avec un part. souffrir vivement de ; en parl. de l'intelligence, de l'âme se tendre fortement, s'appliquer à : ἐπιτεταμένοι τοῖς βιβλίοις LUC adonné aux livres;
3 donner de l'intensité, de la force, accroître, augmenter ; Pass. devenir intense, prendre de la force, s'accroître : εἴς τι XÉN faire effort vers qch, en vue de qch;
4 prolonger ; Pass. se prolonger, durer.
Étymologie: ἐπί, τείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτείνω: (fut. ἐπιτενῶ, ион. impf. iter. ἐπετείνεσκον)
1 натягивать (τὰς χορδάς Plat.; τὰ τόξα καὶ τὰς λύρας Plut.);
2 напрягать: τὰ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι Plat. сухожилия, способные напрягаться и ослабляться;
3 растягивать, расстилать, распространять: ἐπὶ νὺξ τέταται (pf. pass. in tmesi) βροτοῖσιν Hom. (вечная) ночь раскинулась над смертными (киммерийцами); ἐπὶ πτόλεμος τέτατό σφιν Hom. сражение перемещалось вслед за ними;
4 настилать (ξύλα ἐπὶ τὴν γέφυραν Her.);
5 терзать, мучить (ἐπιτείνεσθαι ὑπὸ νόσων Plat.);
6 усиливать, повышать, поднимать (ἡδονάς Plat.; τὰ τιμήματα Arst.; τὴν φωνήν Arst., Plut.; τὸν φόρον Plut.);
7 побуждать, заставлять (τινὰ ποιεῖν τι Xen.);
8 (тж. ἐ. ἑαυτόν Plut.) стремиться, устремляться, метить (πρὸς τὸν σκοπόν Arst.; тж. pass., ἐπιταθῆναι εἰς ἀνδραγαθίαν Xen.): ἐπιταθῆναι ταῖς εὐνοίαις Polyb. стремиться показать (свою) благожелательность; ἐπιτεταμένοι τοῖς βιβλίοις Luc. преданные книгам;
9 pass. обходиться или выдерживать, довольствоваться (ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σίτου πλείω χρόνον ἐπιταθῆναι Xen.);
10 усиливаться (κίνησις ἐπιτείνει Arst.; ψῦχος ἐπέτεινε Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτείνω: μέλλ. -τενῶ: Ἰων. παρατ. ἐπιτείνεσκον, Ἡρόδ. 1. 186. Ἐκτείνω ἐπί τινος, ἢ ὑπεράνω τινός, ξύλα ἐπὶ τὴν γέφυραν Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπὲρ τάφρου ὁ αὐτ. 4. 201· ― ὁ Ὅμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι Ὀδ. Λ. 19· ἐπὶ πτόλεμος τέτατό σφιν Ἰλ. Ρ. 736. 2) τείνω, τεντώνω, «χορδίζω», ἐπὶ τῶν χορδῶν μουσικοῦ ὀργάνου, ἐπ. τὰς χορδάς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνίημι ἢ χαλάω, χαλαρώνω, Πλάτ. Λύσ. 209Β· ὥσπερ λύραν ἐπ., ἕως ἂν ἁρμόσῃ Μάχων Ἐπιστ. 1. 9: ― Παθ., χορδαὶ ἐπιτεινόμεναι ὀξύτερον φθέγγονται Ἀριστ. Προβλ. 18. 35, 4, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 16. β) ἐπὶ ἤχου, καθιστῶ αὐτὸν ὀξύτερον, ἐπ. τὸν φθόγγον καὶ ὀξὺ φθέγγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 2. 14, πρβλ. 9. γ) μεταφ., ἐπαυξάνω τι, ἐπιτείνω αὐτό, ἆρα σφοδροτέρας τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας καὶ θυμοὺς καὶ ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει; Πλάτ. Νόμοι 645D· τὰ τιμήματα ἐπ. ἢ ἀνιέναι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10, πρβλ. Δημ. 1290. 17· τὰ τῆς ψυχῆς γυμνάσια Πλάτ. Πολ. 498Β· ἐπ. τὴν πολιτείαν, καθιστᾶν αὐτὴν αὐστηροτέραν, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 8, πρβλ. 5. 1, 9, Ρητ. 1. 4, 12· ἐπ. τὴν κρᾶσιν, καθιστᾶν αὐτὴν ἰσχυροτέραν, Πλούτ. 2. 677F· τὰ φωτεινὰ καὶ λαμπρὰ τοῖς σκιεροῖς καὶ σκοτεινοῖς ἐπ., ἐπὶ τοῦ χρωματισμοῦ εἰκόνος, αὐτόθι 57C· τῇ γλυκύτητι τοῦ νουθετοῦντος ἐπ. τὸ πικρόν… τῆς νουθεσίας αὐτόθι 67Β: ― ἀπολ., ἐπιμένω εἴς τι, ἔτι μᾶλλον ἐπέτεινεν οὗτος Δημ. 1287. 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 1, 1, Πολ. 4. 6, 10: ― Παθ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀνίεσθαι, Πλάτ. Φαίδων 98C, κ. ἀλλ.· ἀπροσώπως ἐπιτείνεται = ἐπίτασις γίνεται, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 7, 13. δ) ἀμετάβ. αὐξάνομαι, ἰσχυρότερος γίνομαι, ἐπὶ πυρετοῦ, Ἱππ. 133Η· ἐπὶ κινήσεως, Ἀριστ. Φυσ. 6. 7, 3, κ. ἀλλ.· ― «ἐπιτεῖναι· μεγαλῦναι· μακρῦναι» Ἡσύχ. 3) παροτρύνω, παρακινῶ, τινὰ ποιεῖν τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 3· ἐπέτεινεν οὖν ἔτι μᾶλλον αὐτὸς ἑαυτὸν ἐν ταῖς στρατείαις καὶ ταῖς κυνηγεσίαις, ὑπέβαλλεν εἰς μεγαλειτέρας σωματικὰς σκληραγωγίας αὐτὸς ἑαυτόν, κτλ., Πλουτ. Ἀλέξ. 40. ΙΙ. Παθ., τανύομαι, ὡς ἐπὶ βασανιστηρίου ὀργάνου, τῷ πυρετῷ Ἱππ. 1154Η· ὑπὸ νόσων Πλάτ. Φαίδων 86C· ἀκολούθως καθόλου, βασανίζομαι, ζηλοτυπῶν, Λουκ. Ἐταιρ. Διάλ. 9. 4. 2) τεντώνομαι, ἐκτείνομαι τὰ δὲ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι Πλάτ. Φαίδων 98C· ἐπὶ τιμῶν ἢ ἀξιῶν, ὑψοῦμαι, ἀλλ’ ἐκλεγόμενοι τίνων αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο, ἦσαν ὑψωμέναι, Δημ. 1290. 17· ταῖς εὐνοίαις ἐπιταθῆναι Πολύβ. 17. 16, 3· ἐπιτεταμένοις ἐκείνοις (δηλ. τοῖς βιβλίοις), ἀφωσιωμένος, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 27, πρβλ. Διόδ. 1. 37. 3) ὑπομένω, πλείω χρόνον ἐπιταθῆναι Ξεν. Λακ. 2, 5· διαρκῶ πλείονα χρόνον, Θοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3.
Greek Monolingual
(AM ἐπιτείνω) τείνω
1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.)
αρχ.
1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα τετράγωνα», Ηρόδ.)
2. τεντώνω, αυξάνω την τάση («ἐπιτεῖναί τε καὶ ἀνεῖναι ἢν ἂν βούλῃ τῶν χορδῶν», Πλάτ.)
3. προσδίδω ισχύ, δύναμη ενέργειας («ἐὰν δέ τις ἐπιτείνῃ μᾶλλον ἐκατέραν αὐτῶν [ὀλιγαρχίαν καὶ δημοκρατίαν]», Αριστοτ.)
4. παροτρύνω, παρακινώ («ἐπέτεινεν οὖν ἔτι μᾶλλον αὐτὸς ἑαυτὸν ἐν ταῖς στρατείαις καὶ ταῖς κυνηγεσίαις», Πλούτ.)
5. (αμτβ.) εντείνομαι, αυξάνομαι, γίνομαι ισχυρότερος («καὶ ἐάν τε ἐπιτείνῃ ἡ κίνησις ἐάν τε ἀνιῇ ἐάν τε μένῃ» Αριστοτ.)
6. (παθ. ἐπιτείνομαι
α) αποκτώ κύρος, ανυψώνομαι («ἀλλ’ ἐκλεγόμενοι τίνων αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο», Δημοσθ.)
β) βασανίζομαι απὸ κάτι, υποφέρω («ὅταν χαλασθῇ τὸ σῶμα ἡμῶν ἀμέτρως ἢ ἐπιταθῇ ὑπὸ νόσων καὶ ἄλλων κακῶν», Πλάτ.)
γ) παρατείνομαι, διαρκώ περισσότερο χρόνο
δ) καρτερώ, υπομένω, βαστώ («ἐπιταθῆναι πλείω χρόνον», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐπιτείνω: μέλ. -τενῶ, Ιων. παρατ. ἐπιτείνεσκον·
I. 1. εκτείνω πάνω σε ή πάνω από ένα μέρος, σε Ηρόδ. — Παθ. σε τμήση, ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῖσι, σε Ομήρ. Οδ.
2. τεντώνω, χορδίζω, λέγεται για χορδές μουσικών οργάνων, σε Πλάτ.· μεταφ., αυξάνω με ένταση, επαυξάνω, επιτείνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω, μεγεθύνω, στον ίδ.
3. παροτρύνω, παρακινώ, προτρέπω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Ξεν.· ἐπ. ἑαυτόν, τον υπέβαλλε, σε Πλούτ.
II. 1. Παθ., τεντώνομαι όπως στο βασανιστήριο της μέγγενης, σε Πλάτ.
2. τιμώμαι, υψώνομαι, στον ίδ.· ἐπ. βιβλίοις, αφοσιώνομαι στα βιβλία, σε Λουκ.
3. αντέχω, υπομένω, βαστώ, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -τενῶ ionic imperf. ἐπιτείνεσκον
I. to stretch upon or over a place, Hdt.:—Pass., in tmesi, ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῖσι Od.
2. to stretch as on a frame, tighten, of musical strings, Plat.: metaph. to increase in intensity, to increase, augment, Plat.
3. to urge on, incite, τινὰ ποιεῖν τι Xen.; ἐπ. ἑαυτόν to exert himself, Plut.
II. Pass. to be stretched as on the rack, Plat.
2. to be on the stretch, to be strained or contracted, Plat.; ἐπ. βιβλίοις to devote oneself to books, Luc.
3. to hold out, endure, Xen.
Translations
endure
Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا