στραβοπόδης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with twisted feet, Hdn.Epim.5,212.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰβοπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212.
ου, ὁ,
A with twisted feet, Hdn.Epim.5,212.
στρᾰβοπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212.