σεῖσις

Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

εως, ἡ, (σείω)

   A shaking, Aret.CA2.2; concussion of the spine, Gal.18(1).496, al.

German (Pape)

[Seite 869] ἡ, Erschütterung, Bewegung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σεῖσις: ἡ, (σείω) σείσιμον, «κούνημα», Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2· διάσεισις τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Γαλην.