παράκαιρος
English (LSJ)
ον, = foreg., Epich.260, Men.Mon.217, Clearch. 5, Luc.Nigr.31;
A τὸ π. Lib.Or.64.100. Adv. -ρως immoderately, Isoc. 1.9.
German (Pape)
[Seite 481] = Vorigem, Luc. Nigr. 31 (richtiger παρὰ καιρόν); nach B. A. 112, 26 = ἄκαιρος, aus Epicharm. καὶ μάταιος τρυφή, Ath. XII, 514 d. – Adv. zur Unzeit, πλοῦτον ἀγαπᾶν, Isocr. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
παράκαιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ παρὰ τὸν καιρόν, ὁ μὴ ἐν δέοντι καιρῷ γιγνόμενος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 112, 16, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 217, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 514D, Λουκ. Νιγρ. 31. Ἐπίρρ. -ρως, ὑπερμέτρως, οὐδὲ τὸν πλοῦτον παρακαίρως ἠγάπα Ἰσοκρ. 2Ε· - οὕτως ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, παρακαίρια ῥέζων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327.