ὑποκάρπιος
English (LSJ)
ον,
A under the wrist, ἀρτηρία Aristaenet.1.13.
German (Pape)
[Seite 1219] unter der Vorderhand, ἀρτηρία, die Pulsader, an welcher der Arzt den Puls fühlt, Aristaen. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάρπιος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν καρπὸν τῆς χειρός, ὑποκάρπιος ἀρτηρία Ἀρισταίν. 1. 13.