ές,
A ending shortly, brief, LXX Wi.15.9.
[Seite 463] ές, kurz endigend, kurz, LXX.
βραχυτελής: -ές, ὁ βραχέως, συντόμως τελευτῶν, σύντομος, Ἑβδ. (Σοφ. 15. 9).