σικυήλατον

Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A cucumber-bed, Hp.Genit.9:—also σῐκῠ-ήρᾰτον, τό, PPetr.2p.143 (iii B.C.), PEnteux.73.5 (iii B.C.), LXX Is.1.8.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Beet, auf dem Pfeben, Melonen, Gurken getrieben werden u. wachsen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σῐκυήλᾰτον: τό, μέρος κήπου κατάφυτον μὲ «ἀγγούρια», Ἱππ. 234. 44, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 4· - σῐκυήρᾰτον, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Α΄, 8), Ἐκκλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 86.