σικυήλατον

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐκῠήλᾰτον Medium diacritics: σικυήλατον Low diacritics: σικυήλατον Capitals: ΣΙΚΥΗΛΑΤΟΝ
Transliteration A: sikyḗlaton Transliteration B: sikyēlaton Transliteration C: sikyilaton Beta Code: sikuh/laton

English (LSJ)

τό, cucumber-bed, Hp.Genit.9:—also σικυήρατον, τό, PPetr.2p.143 (iii B.C.), PEnteux.73.5 (iii B.C.), LXX Is.1.8.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Beet, auf dem Pfeben, Melonen, Gurken getrieben werden u. wachsen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σῐκυήλᾰτον: τό, μέρος κήπου κατάφυτον μὲ «ἀγγούρια», Ἱππ. 234. 44, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 4· - σῐκυήρᾰτον, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Α΄, 8), Ἐκκλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 86.

Greek Monolingual

και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α
τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + -ήλατος / -ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)].