ἡ,
A warming effect, Epicur. Fr.58.
[Seite 578] ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.
διαθερμᾰσία: ἡ, ἡ ἐντελής, ἰσχυρὰ θέρμανσις, Ἀριστοτ. Προβλ. 2. 36, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1109F.