θέρμανσις
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
-εως, ἡ, heating, Arist.Metaph.1067b12, Gal.1.253, f.l. in Hp.Liqu.1.
German (Pape)
[Seite 1201] ἡ, Erwärmung, Hippocr.; Arist. Metaph. 10, 11.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμανσις: -εως, ἡ, τὸ θερμαίνειν, Ἱππ. 424. 34, Ἀριστοτέλ. Μεταφ. 10. 11, 2.
Russian (Dvoretsky)
θέρμανσις: εως ἡ нагревание (ἔστι οὐχ ἡ θερμότης κίνησις, ἀλλ᾽ ἡ θ. Arst.).