ἰτός
English (LSJ)
ή, όν, (εἶμι
A ibo) passable, ὁδός AP7.480 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1274] gangbar, ἡ οὔπω πρὶν ἰτὴ ὁδός Leon. Tar. 68 (VII, 480), ἴτην f. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτός: -ή, -όν, (εἶμι) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, διαβατός, Ἀνθ. Π. 7. 480.