εως, ἡ,
A ablution, Pl.Cra.405b, Sor.1.83.
[Seite 313] ἡ, das Abwaschen, Plat. Crat. 405 b.
ἀπόλουσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολούειν, Πλάτ. Κρατ. 405Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 118: ― ὡσαύτως -λουσμός, ὁ, Θεοδώρητ. τ. 2, σ. 401.