ἔμμουσος

Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A = μουσικός, πράγματα Heph.Astr.2.32: Sup. -ότατον, θεώρημα Nicom.Ar.2.2; ἐμμούσοις γράμμασιν in literature, IG9(1).235 (Larymna). Adv. -σως, παίζειν Plu.2.1119d.

German (Pape)

[Seite 809] = μουσικός, Nicom. arith. 2, p. 109. – Adv. ἐμμούσως, παίζειν Plut. adv. Col. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμουσος: -ον, = μουσικός, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 109· ἐμμούσοις γράμμασιν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 2. - Ἐπίρρ. ἐμμούσως, Πλούτ. 2. 119D.