ἐγγενῶς: γνησίως, εἴπερ ἐγγενῶς ἔτι τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων, δηλ. ὡς ἐγγενεῖς ὄντες κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 1225.