ον, (αἶα)
A underground, οἶκος Epigr.Gr.321.9; cf. ὑπαΐδιος.
ἐνᾱΐδιος: -ον, αἰώνιος, οἶκος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 321. 9.