ἐναΐδιος
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
ἐναΐδιον, (αἶα) underground, οἶκος Epigr.Gr.321.9; cf. ὑπαΐδιος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱῐ-]
eterno οἶκος ἐ. del sepulcro TAM 5.1894.17 (Filadelfia I a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾱΐδιος: -ον, αἰώνιος, οἶκος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 321. 9.
Greek Monolingual
ἐναΐδιος, -ον (Α)
υποχθόνιος, αυτός που βρίσκεται στον Ἀδη («ἐναΐδιος οἶκος»).