ἀσολοίκιστος
English (LSJ)
ον, = sq., Eust.591.9. Adv.
A -τως Id.316.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσολοίκιστος: -ον, = ἀσόλοικος, Εὐστ. 591. 9. - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. 316. 32· καὶ -κιστί, Βυζ.
ον, = sq., Eust.591.9. Adv.
A -τως Id.316.32.
ἀσολοίκιστος: -ον, = ἀσόλοικος, Εὐστ. 591. 9. - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. 316. 32· καὶ -κιστί, Βυζ.