ἀσολοίκιστος

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσολοίκιστος Medium diacritics: ἀσολοίκιστος Low diacritics: ασολοίκιστος Capitals: ΑΣΟΛΟΙΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asoloíkistos Transliteration B: asoloikistos Transliteration C: asoloikistos Beta Code: a)soloi/kistos

English (LSJ)

ἀσολοίκιστον, = ἀσόλοικος (not barbarous, correct, without solecism, uncorrupted, unspoiled, not coarse, refined, unexceptionable), Eust. 591.9. Adv. ἀσολοικίστως Id. 316.32.

Spanish (DGE)

-ον
gram.
1 carente de solecismos, correcto de una construcción ἀσολοίκιστόν ἐστι Eust.591.9, ἀσολοικιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφοράν An.Boiss.3.241.
2 adv. ἀσολοικίστως = correctamente ἀ. λεχθήσεται Eust.316.32, τὸ ἀσολοικίστως καὶ ἀβαρβαρίστως διαλέγεσθαι EM 331.37G.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσολοίκιστος: -ον, = ἀσόλοικος, Εὐστ. 591. 9. - Ἐπίρρ. ἀσολοικίστως ὁ αὐτ. 316. 32· καὶ -κιστί, Βυζ.

Greek Monolingual

ἀσολοίκιστος, -ον (Μ) σολοικίζω
ο χωρίς σολοικισμούς, χωρίς λάθη.