δίφθογγος
English (LSJ)
ον,
A with two sounds, γραφή Tz.H.5.694: δίφθογγος, ἡ, diphthong, D.T.639.15, A.D.Adv.128.8, al.: later δίφθογγον, τό, Hdn.Epim.245.
German (Pape)
[Seite 645] doppellautend; ἡ δ., auch τὸ δ., Doppellauter, Gramm.; auch = mit einem Diphthong geschrieben, Bast zu Greg. Cor. p. 34.
Greek (Liddell-Scott)
δίφθογγος: -ον, δύο ἤχους ἢ φθόγγους ἔχων· δίφθογγος, ἡ, καὶ δίφθογγον, τό, ἡ δίφθογγος· ἐντεῦθεν διφθογγίζω, διφθογγογραφέω, γράφω διὰ διφθόγγου, Γραμμ., πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 85.