πηρώνυμος
English (LSJ)
ον, (πήρα, ὄνομα)
A named after a wallet, gloss on οὐλαδώνυμος, Tz.ad Lyc.183.
German (Pape)
[Seite 611] nach dem Ränzel benannt, Schol. Lycophr. 183.
Greek (Liddell-Scott)
πηρώνῠμος: -ον, (πήρα, ὄνομα) σακκώνυμος, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Οὐλαμωνύμου.